φορώ κ. φοράω, ρ. [<αρχ. φορώ], φορώ. 1. ντύνομαι ή είμαι ντυμένος: «φορώ το πουκάμισό μου κι έρχομαι || γιατί φοράς πάλι τα ίδια ρούχα;». 2. ντύνω κάποιον: «φόρεσαν του ποδιού τα καινούρια του ρούχα και το ’βγαλαν βόλτα στο πάρκο». (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. λ. άμυαλος·
- αν φοράς παντελόνια, έλα! βλ. λ. παντελόνι·
- δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να φορέσει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να φορέσει δεύτερο παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. λ. ρούχο·
- θα στο φορέσω κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- θα στο φορέσω τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, φόρεσες κι εσύ Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια, βλ. λ. βλάχος·
- και φοράς (και) παντελόνια! βλ. λ. παντελόνια·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- κρίμα στα παντελόνια που φοράς! βλ. λ. παντελόνι·
- μου τη φόρεσε (ενν. την πούτσα, την ψωλή), με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «μου έταξε χίλια δυο, αν συνεταιριζόμουν μαζί του, ώσπου στο τέλος μου τη φόρεσε και τώρα δεν μπορώ να βρω άκρη»·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- της τον (τη, το) φορώ (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρε στην γκαρσονιέρα του και της τον φόρεσε»·
- τιμώ τα παντελόνια που φορώ, βλ. λ. παντελόνι·
- τιμώ τη φανέλα που φορώ, βλ. λ. φανέλα·
- το φοράει με το κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- του  (της) τα φορώ (ενν. τα κέρατα, το κέρατο), τον (την) απατώ: «αν μάθει η γυναίκα του πως της τα φοράει με μια πιτσιρίκα, θα τον διώξει με τις κλοτσιές απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: όταν το παίζεις ερωτύλος κι όλο στα μάτια με κοιτάς, τότε μου μπαίνουνε οι ψύλλοι πως ίσως να μου τα φοράς)·
- του (της) φοράει (το) κέρατο ή του (της) φοράει τα κέρατα, βλ. λ. κέρατο·
- του (της) φόρεσαν την ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- του το φόρεσα κολάρο, βλ. λ. κολάρο·
- του το φόρεσα τελάρο, βλ. λ. τελάρο·
- του τον (τη, το) φορώ (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), του επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «από δω τον είχα, από κει τον είχα του τη φόρεσα και του ’φαγα τα λεφτά»·
- του φόρεσα φέσι, βλ. λ. φέσι·
- του φορώ τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- φοράει παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- φοράει ποδιά μπρος πίσω, (για γυναίκες) βλ. λ. ποδιά·
- φοράει φουστάνια! βλ. λ. φουστάνι·
- φόρεσε κάτι πρόχειρο, (για ρούχα) βλ. λ. πρόχειρος·
- φορώ βέρα ή φορώ βέρες ή φορώ τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- φορώ γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- φορώ καπίστρι, (για άντρες) βλ. λ. καπίστρι·
- φορώ Μάρτη, βλ. λ. Μάρτης·
- φορώ μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- φορώ μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
- φορώ πένθος, βλ. λ. πένθος·
- φορώ πλερέζες, βλ. λ. πλερέζα·
- φορώ ράσο ή φορώ το ράσο ή φορώ τα ράσα, βλ. λ. ράσο·
- φορώ τα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- φορώ τη σκούφια μου στραβά ή φορώ στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, βλ. λ.καπέλο·
- φορώ το χακί, βλ. λ. χακί·
- φορώ χάντρα, βλ. λ. χάντρα.